- ὀνοσφαγία
- ὀνο-σφᾰγία, ἡ,A sacrifice of asses, Call.Fr.188 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ονοσφαγία — ὀνοσφαγία, ἡ (Α) θυσία με σφαγιασμό όνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + σφαγία (< σφαγος < σφάζω), πρβλ. τεκνο σφαγία] … Dictionary of Greek
ὀνοσφαγίαι — ὀνοσφαγίᾱͅ , ὀνοσφαγία sacrifice of asses fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… … Dictionary of Greek